- φτεροκοπώ
- -άω, Ν(για πτηνό) χτυπώ τον αέρα με τις φτερούγες μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + -κοπώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτεροκοπώ — ησα,αμτβ. (για πουλιά), χτυπώ τον αέρα με τα φτερά μου, φτερουγίζω ζωηρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτεροκόπημα — το, Ν [φτεροκοπώ] 1. η ενέργεια τού φτεροκοπώ 2. συνεκδ. ο θόρυβος που παράγεται κατά το φτεροκόπημα … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
αναπτερύσσομαι — ἀναπτερύσσομαι (Μ) αναπτερυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πτερύσσομαι (< πτέρυξ) «φτεροκοπώ»] … Dictionary of Greek
πτερύσσομαι — ΜΑ [πτέρυξ, υγος] (για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά αρχ. 1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ 2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω … Dictionary of Greek
φτεροχτυπώ — άω, Ν φτεροκοπώ … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
φτεροχτυπώ — φτεροχτύπησα, αμτβ., φτεροκοπώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)